χρηματιστήριον

χρηματιστήριον
χρηματιστήριον
place for transacting business
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρηματιστηρίῳ — χρηματιστήριον place for transacting business neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστήρια — χρηματιστήριον place for transacting business neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματιστήριον — τὸ, Α εσφ. γρφ. τού χρηματιστήριον …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅԳՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0080 Chronological Sequence: Early classical, 10c չ. ԱՅԳՈՐԵՄ որ եւ ԱՅԳԱՒՈՐԵԼ. գրի եւ ՅԱՅԳՈՐԵԼ. ԱԳԵՒՈՐԵԼ. Որպէս թէ այգօրել, բարիլուսի երթալ. (լծ. լտ. աւկու՛րօր բարեմաղթել.) Կամ ընդ այգն աւուրն յանդիման լինել մեծի ումեք, եւ ողջունել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”